- παρατύπωμα
- το [παρατυπώνω]1. κακή εκτύπωση2. συνεκδ. τυπογραφικό σφάλμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρατύπωμα — το, ατος τυπογραφική αβλεψία: Για τα παρατυπώματα προστίθεται στο τέλος του βιβλίου ειδική σελίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρόραμα — το, ατος λάθος από αβλεψία, παρατύπωμα, αβλεψία: Στη δεύτερη έκδοση διορθώθηκαν τα παροράματα του βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)